συμπαραπλεω

συμπαραπλεω
    συμπαραπλέω
    συμ-παραπλέω
    плыть вместе или рядом Polyb., Diod., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμπαραπλεω" в других словарях:

  • συμπαραπλέω — Α [παραπλέω] 1. πλέω κοντά σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) παρακολουθώ κάποιον πλέοντας κοντά του («αὐτὸς μὲν ἄγων πεζῇ τὴν δύναμιν, Δημητρίου δὲ... στόλῳ συμπαραπλέοντος», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • συμπαραπλεουσῶν — συμπαραπλέω sail along with also pres part act fem gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραπλεῖν — συμπαραπλέω sail along with also pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραπλέοντος — συμπαραπλέω sail along with also pres part act masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»